τυπογραφία

τυπογραφία
η
1. η τέχνη, το επάγγελμα του τυπογράφου.
2. η εκτύπωση βιβλίων με τη χρησιμοποίηση πιεστηρίου.
3. τα τεχνικά μέσα και οι μέθοδοι της εκτύπωσης βιβλίων: Η πρόοδος της τυπογραφίας.
4. η βιομηχανία της εκτύπωσης βιβλίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυπογραφία — Η αναπαραγωγή κειμένου ή εικόνων με κινητά ανάγλυφα στοιχεία. Σε παλαιότερα χρόνια, η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι, με την εξέλιξη της τεχνικής όμως έχουν εισαχθεί πολλές νέες μέθοδοι (λινοτυπική μηχανή, μονοτυπία, όφσετ) που παρέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Τυπογραφείο Εθνικό — Το τυπογραφείο του εληνικού κράτους, στο οποίο εκτυπώνονται η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άλλα δημόσια έγγραφα. Με την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι πρώτες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν, προνόησαν για τον καταρτισμό τυπογραφείου για… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • κλισέ — (γαλλ. cliché). Όρος που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία και στη φωτογραφική τέχνη. Χαρακτηρίζει μια στερεή, επίπεδη ή κυλινδρική πλάκα από τσίγκο, χαλκό, μπρούντζο ή συνθετική ύλη, πάνω στην οποία είναι αποτυπωμένη η απεικόνιση του πρωτότυπου… …   Dictionary of Greek

  • τυπογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος») 2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται …   Dictionary of Greek

  • χρωμοτυπογραφία — η, Ν (τυπογρ.) εκτύπωση έγχρωμων εικόνων, έγχρωμη τυπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromotypography < χρώμα + τυπογραφία] …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • Arvanitika — This article is about a language spoken in Greece. For the related language spoken in Italy, see Arbëresh. Arvanitika Arbërisht Pronunciation [aɾbəˈɾiʃt] Spoken in Greece …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”